Κάθε Κυριακή απόγευμα η Κούλα έπαιρνε τα δίδυμα και πήγαινε
επίσκεψη στη μάνα της. Κρατώντας τα, το κορίτσι απ’ το ’να χέρι και τ’ αγόρι
από τ’ άλλο, έμπαινε στο ««Νο 2», το λεωφορείο της γραμμής που διέσχιζε
ολόκληρη την πόλη, κι έφτανε στον Προσφυγικό συνοικισμό.
Αφότου παντρεύτηκε η Κούλα, είχε φύγει από τα Προσφυγικά κι έμεναν
με τον άντρα της τον Γιάννη και τα δυο τους τα παιδιά στην περιοχή του Αϊ
Διονύση. Τρία τέταρτα απόσταση από τη γειτονιά της μάνας της. Μια διαδρομή
που τα δίδυμα την είχανε για εκδρομή, γιατί το αστικό λεωφορείο έκανε
ολόκληρο ταξίδι ώσπου να καταλήξει στον προορισμό του.
Διέσχιζε το κέντρο, πέρναγε απ’ τις απομακρυσμένες γειτονιές και τις
εργατοσυνοικίες -- σε κάποιες απ’ αυτές έστριβε μανουβράροντας μπρος, πίσω –
ανέβαινε στην πάνω Πόλη, ξαναγύριζε απ’ τον ίδιο δρόμο ώσπου να φτάσει
επιτέλους στα Προσφυγικά, στο τέρμα του. Έτσι η απόσταση με το λεωφορείο
φαινότανε ακόμα πιο μεγάλη. Αλλά να πήγαινες και με τα πόδια σου απ’ τη μία
άκρη ως την άλλη, ούτε να το σκεφτείς.
Στριμωγμένα δίπλα στη μάνα τους τα δίδυμα με τα μούτρα κολλημένα
στο παράθυρο του αστικού, έβλεπαν έξω απ’ το τζάμι τα σπίτια που ’φεύγαν
προς τα πίσω, τα πεζοδρόμια και τα δένδρα, τις πλατείες--τους ανθρώπους, όχι --
και δε ’βάζαν γλώσσα μέσα τους. Μπουρ, μπουρ όλη την ώρα σχολίαζαν
συνέχεια, ρωτάγανε τη μάνα τους κι αυτή πότε τους έδινε μια βιαστική
απάντηση, κι άλλοτε αδιαφορούσε μπλεγμένη στις δικές της σκέψεις. Εκείνα
χωρίς να περιμένουν και πολύ-πολύ, απαντούσαν μόνα τους, στο βρόντο.
Κατάξανθα, με μάτια γαλανά -- ίδιος ο πατέρας τους--τα δίδυμα μοιάζαν
μεταξύ τους σαν δυο σταγόνες νερό, που λέει ο λόγος. Κι αν δεν ήτανε αγόρι το
ένα με παντελονάκι, και κορίτσι τ’ άλλο με φουστάνι και κορδέλα στα μαλλιά,
δεν θα τα ξεχώριζες.
Κάθε Κυριακή απόγευμα, λοιπόν, η Κούλα τα ’ντυνε, τα ’παιρνε απ’ το
χέρι και πήγαινε επίσκεψη στη μάνα της. Βρέξει χιονίσει. Το χειμώνα, η ώρα
τρεις ή τέσσερις τ’ απομεσήμερο· ενώ, τα καλοκαίρια άφηνε πρώτα να δροσίσει
λίγο και να φύγει η λάβρα. Και κατά τις έξι ή τις εφτά, να σου την κατέβαινε απ’
το λεωφορείο με τα ζούζουλα.
Οι άλλοι είχαν βγάλει κιόλας τις καρέκλες έξω, κάτω απ’ τη μεγάλη
μουσμουλιά, και την περίμεναν να ’ρθεί. Εκτός από τη μάνα της, οι δυο
ανύπαντρες ακόμα αδελφές τής Κούλας, – ο πατέρας ήταν πεθαμένος από χρόνια
-- ένας αδελφός της κι η γυναίκα του με τις δυο τους κόρες (στο ίδιο τετράγωνο
έμεναν κι αυτοί) όλοι μαζί, γύρω απ’ το δέντρο της αυλής, τους έπαιρνε η ώρα
δέκα ή έντεκα το βράδυ, κουβεντιάζοντας. Έναν μικρότερο αδελφό που είχε
φύγει μετανάστης για τη Γερμανία--κι εκείνος παντρεμένος --τον βάζανε
συνέχεια στην κουβέντα τους.
Μαζί με τη γιαγιά του, στο σπίτι των Προσφυγικών, ανάμεσα σε θείους,
θείες και ξαδέρφια μεγάλωνε και ο Αλέξης. Απ’ όλα τα εγγόνια της, αυτόν
αγάπαγε περισσότερο η γιαγιά, ο Αλέξης ήταν η αδυναμία της. Μελαχρινός, με
τσίνορα μεγάλα για αγόρι και γυριστά, δε γέλαγε σχεδόν ποτέ. Και -- παράξενο
για ένα παιδί οχτώ χρονών --το βλέμμα του ήταν μελαγχολικό, και ελάχιστα
μιλούσε. Κι όταν τ’ απογεύματα της Κυριακής ερχότανε η Κούλα, έστελνε τα
δίδυμα να παίξουν στην αλάνα κι έπιανε με τον Αλέξη την κουβέντα. Εκείνη τού
μιλούσε, κι αυτός στεκόταν μακριά της, δίπλα στη γιαγιά. Την άκουγε, την
κοίταζε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του μα δεν της απαντούσε. Η Κούλα έβγαζε
τις καραμέλες απ’ τις τσέπες της, για να τον δελεάσει και να πάει κοντά της,
αυτός πλησίαζε διστακτικά, τις έπαιρνε με τεντωμένο χέρι και ξαναγύριζε πάλι
δίπλα στην γιαγιά. Μετά, η Κούλα τράβαγε από την τσάντα της μια μεγάλη
σοκολάτα.
«Έλα στη μανούλα», του έλεγε αυτή. …
Ο Αλέξης σερνότανε δειλά, δειλά, έπαιρνε τη σοκολάτα απ’ τα χέρια της,
για να ξαναγυρίσει όμως πάλι πίσω, στο ορμητήριό του.
Κάθε φορά η Κούλα τον κράταγε όλο και πιο πολύ στα δυο της χέρια,
ώσπου στο τέλος τα κατάφερνε και τον έκλεινε στην αγκαλιά της. Με την πλάτη
του αυτός γυρισμένη προς το μέρος της και το πρόσωπο στραμμένο στη γιαγιά
του, γαντζωνόταν το βλέμμα του ανήσυχο από πάνω της.
«Κάτσε κοντά της» τού ’λεγε η γιαγιά του επιτακτικά, σχεδόν αυστηρά·
«αυτή είναι η μάνα σου, όχι εγώ», το ξεκαθάριζε. μ’ εκείνο το ύφος της λαϊκής
γυναίκας που θέλει να βάζει τα πράγματα στη θέση τους.
Έμενε εκεί, στην αγκαλιά της, ο Αλέξης αλλά ανέκφραστος μ’ ένα
βλέμμα-ερωτηματικό στα μεγάλα, μαύρα μάτια του.
Η Κούλα τον κράταγε στην αγκαλιά της τώρα και τον έσφιγγε γερά με τα
δυο της χέρια. Και σκυμμένη δίπλα στο αυτί τού αγοριού, τού ’λεγε λόγια, λόγια,
τού μουρμούριζε συνέχεια, ποιος ξέρει τι. Τον χάιδευε και του ψιθύριζε σιγανά
πίσω απ’ τη γυρισμένη πλάτη του, για να τ’ ακούει μονάχα αυτός. Το πρόσωπό
της ήταν γλυκό και ήρεμο και με το σώμα της τον πήγαινε και τον έφερνε πέρα
δώθε σαν να τον νανούριζε ή να τον έκανε τραμπάλα, όπως κάνουν οι μανάδες τα
παιδιά τους, στηρίζοντάς τα ανάμεσα στα πόδια τους.
Ο Αλέξης παρέμενε αμίλητος σαν να μην άκουγε. Λες κι ήτανε αλλού.
Κράταγε τη σοκολάτα κι έκοβε λίγο-λίγο τα κομμάτια της. Έτρωγε αργά, αργά
κι έδειχνε να το ’φχαριστιέται. Όταν έφτανε στο τελευταίο κομμάτι, η Κούλα
έλυνε τα χέρια της κι άφηνε το παιδί από την αγκαλιά της.
«Άντε, σύρε να παίξεις κι εσύ με τ’ αδέρφια σου» τον απωθούσε τρυφερά,
«αδέρφια σου είναι», του έλεγε μ’ έναν τρόπο σαν να ήθελε να τον πείσει. Και τον
έσπρωχνε ελαφρά να πάει προς τα δίδυμα που είχαν κιόλας ανακατευτεί με τα
παιδιά της γειτονιάς κι έπαιζαν όλα ένα τσούρμο.
Αργά το βράδυ ερχότανε ο Γιάννης μ’ ένα παλιό SIMCA, μουσταρδί,
έπαιρνε την Κούλα και τα δίδυμα και φεύγανε.
Την άλλη Κυριακή ξανά η ίδια αβεβαιότητα, οι σοκολάτες, ο δισταγμός, η
προσπάθεια επαναπροσέγγισης.
Το καλοκαίρι του ’63, ο προσφυγικός συνοικισμός πήρε τα πάνω του.
Στην πλατεία Ελευθερίας μπήκαν ξύλινα παρτέρια γύρω-γύρω με κατιφέδες και
πανσέδες. Στο επάνω μέρος της, στήθηκε μία προτομή του Χρυσοστόμου
Σμύρνης, χάλκινη, και φυτεύτηκαν παντού κουτσουπιές και πικροδάφνες.
Εκείνο τον καιρό γινότανε στη γειτονιά η επέκταση του τηλεφωνικού
δικτύου. Είχε έρθει ένα συνεργείο του ΟΤΕ για να βάλει τα καινούργια
τηλέφωνα και να κάνει τις συνδέσεις. Όποιος ήθελε θα είχε το δικό του και δεν
θα έτρεχε άρον-άρον στο περίπτερο να μιλάει απ’ το τηλέφωνο που ήτανε κοινό,
για όλους. Το κάθε σπίτι θα ’χε τώρα τη δική του συσκευή.
Τρεις-τέσσερις γεροδεμένοι ΟΤΕτζήδες είχαν έρθει κι έσκαβαν στις
άκρες του δρόμου -- ήταν χωματόδρομοι ακόμα --τράβαγαν καλώδια, τα
τοποθετούσαν μέσα σε σωλήνες κι όλα μαζί τα στρίμωχναν σ’ ένα κουτί
σιδερένιο, στηριγμένο απ’ τους ίδιους, όρθιο στον τοίχο. Γύρω τους
στριφογύριζαν τα παιδιά της γειτονιάς και τους χάζευαν καθώς εκείνοι δούλευαν.
Κι ένα πρωί, εκεί που σκάβανε, είδε η γιαγιά περνώντας δίπλα τους για να
πάει στο θέλημά της έναν εργάτη απ’ το συνεργείο του ΟΤΕ και πάγωσε. Ένιωσε
να πέφτει κεραυνός επάνω της. Έκανε στροφή αμέσως και παράτησε το θέλημα
στη μέση. Σαν να ’χε συναντήσει ξαφνικά το μεγαλύτερο εχθρό της, λες και τής
παρουσιάστηκε ο τρισκατάρατος ο ίδιος. Και πράγματι, τον είχε δει μπροστά
της.
Ο εργάτης που ’πεσε πάνω του, μούτρα με μούτρα, ήταν ο πατέρας του
εγγονού της. Γύρισε πίσω και μπήκε έξαλλη μέσα στο σπίτι.
«Αλέξηη! » έμπηξε φωνή, «πού είσαι; έλα δω» φώναξε κοντά της το παιδί.
Από κάπου βγήκε αυτός, εκείνη ξαναμμένη τον τράβηξε απ’ το χέρι και τον πήγε
ως την αυλόπορτα.
«Τον βλέπεις εκείνο τον ψηλό;» του ’δειξε προς τη μεριά τού συνεργείου
--δεν ήταν μακριά, μια γωνία παρακάτω. «Αυτός είναι ο πατέρας σου» τού είπε
κι η φωνή της έτρεμε.
Το παιδί την κοίταξε με έκπληξη, σαν να μην είχε όμως καταλάβει τι του
έλεγε, κι ύστερα γύρισε προς τη μεριά των εργατών που του ’δειχνε.
«Ποιος; ποιός απ’ όλους;» ρώτησε. Για να τον ξεχωρίσει.
«Ο ψηλός. Αυτός που έχει σκύψει, με την πλάτη του στον τοίχο. Τον
βλέπεις;»
«Ναι»
«Να πας κοντά και να του πεις είμαι ο γιός σου, ο Αλέξης. Να το πεις
δυνατά και να φύγεις. Να δούμε τι θα κάνει ο μασκαράς. Δεν θα πέσουνε τα
μούτρα του; Να το μάθουνε κι άλλοι ότι έκανε ένα μούλικο και το παράτησε. Να
ξεφτιλιστεί ο παλιοκερατάς μπροστά στους άλλους, της δουλειάς του. Για να
ξέρει να μη γκαστρώνει ορφανά κορίτσια, κι ύστερα να τα παρατάει» μίλαγε
φουρκισμένη η γριά στον εγγονό της.
Δεν ήταν, βέβαια, πρώτη φορά που του ’καναν σκηνή τού «παλιοκερατά».
Και δικαστήρια είχαν γίνει, και επεισόδια έξω απ’ το σπίτι του κι ένα σωρό
φασαρίες και χουνέρια. Σταμάτησαν, μονάχα όταν παντρεύτηκε η Κούλα. Όταν
βρέθηκε το καλό παιδί, ο Γιάννης, και την πήρε. Την ήθελε, τη στεφανώθηκε – ο
Αλέξης όμως θα ’μενε με τη γιαγιά του, όχι στο δικό τους σπίτι, αυτό το ’χε
ξεκαθαρίσει ο Γιάννης-- και στο χρόνο επάνω κάνανε τα δίδυμα. Από τότε το
κυνηγητό κι οι φασαρίες κόπηκαν μαχαίρι, αλλά ποτέ δεν είχε φύγει απ’ τη γριά
γυναίκα το άχτι της για κείνον. Μέσα της είχε σαράκι. Και τώρα που τον βρήκε
τού χεριού της, ήταν ευκαιρία να τον εκδικηθεί.
Ο Αλέξης έχοντας κολλήσει τα μάτια του στη γυρισμένη πλάτη τού άντρα
(μην τυχόν και ανακατευτούν οι εργάτες μεταξύ τους και πει τα λόγια του σε
άλλον), κατευθύνθηκε σαν κουρδισμένος προς το μέρος του. Περίμενε σε μια
απόσταση μικρή κι όταν εκείνος γύρισε το πρόσωπό του – ένα αντίγραφο ο ένας
του αλλουνού: μελαχρινός με μαύρα μάτια, βλεφαρίδες γυριστές, ίδια κοψιά – το
αγόρι τού είπε ακριβώς ό, τι τον είχε ορμηνέψει η γιαγιά του. Καθαρά, κι όχι
μέσα από τα δόντια του.
Ο γεροδεμένος άντρας φάνηκε να τα ’χασε, γέλασε αμήχανα, σταμάτησαν
το σκάψιμο οι άλλοι και παρακολουθούσαν παραξενεμένοι την αφύσικη σκηνή.
« Της Κούλας είσαι;» ρώτησε αγριεμένος. Είχαν ακούσει κι όλοι οι
υπόλοιποι κι είχε κιόλας εκτεθεί μπροστά στα μάτια τους.
Δε μίλησε ο Αλέξης, μόνο τον κοίταζε.
«Δεν περνάνε αυτά σε μένα» είπε με θυμό ο ΟΤΕτζής, σφίγγοντας τα
χείλια του. Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό. «Να πας και να πεις σ’ εκείνους που
σε στείλανε ότι εγώ έχω παιδιά. Έχω το γιό μου και την κόρη μου και να μη με
ξαναενοχλήσετε, τ’ ακούς;».
Γύρισε ο Αλέξης στη γιαγιά του και της τα ’πε ακριβώς. Εκείνη, έσπρωξε
την πόρτα της με δύναμη σαν να την έκλεισε πάνω στα μούτρα του ΟΤΕτζή. Τη
βάρεσε με πάταγο, να φτάσει η βροντή ως κάτω στη γωνία και να την ακούσει ο
«άνανδρος». Είχε ξεσπάσει τώρα η γριά κι έμοιαζε σάμπως ανακουφισμένη.
Ο Αλέξης απ’ το καλοκαίρι εκείνο και μετά – θα ’ταν τότε εννιά χρονών ή
δέκα-- γινόταν όλο και πιο σκοτεινός, πιο σιωπηλός ακόμα. Κι όσο μεγάλωνε,
στένευαν τα χείλια του, σκούρυνε το δέρμα του, το βλέμμα του κρυβόταν σε
σκιές.
Και πριν κλείσει τα δεκάξι του, έφυγε και πήγε στην Αθήνα.
Εξαφανίστηκε από τη γειτονιά, και στο σπίτι, στα Προσφυγικά, δεν πάτησε το
πόδι του ξανά. Η γιαγιά του έλεγε σε όσους τη ρώταγαν για κείνον ότι είναι μια
χαρά. Ότι δουλεύει στην Αθήνα κι έχει δικό του μαγαζί με υδραυλικά · ότι
πολλές φορές έρχεται με το λεωφορείο βράδυ, τη βλέπει και φεύγει το πρωί,
πρωί. «Αλλά το παλιόπαιδο, δεν θέλει να παντρευτεί», πρόσθετε με έγνοια σαν
να τον είχε δίπλα της και να τον μάλωνε, όπως παλιά. «Εγώ του λέω να βρει μια
νύφη» συνέχιζε. Κι αναρωτιόταν με αγωνία : «Τι, μόνος του θα μείνει;».
Και έσπευδε να δώσει – στον εαυτό της περισσότερο--μια καθησυχαστική
απάντηση, «Ας είν’ καλά, και δεν πειράζει». Κι ύστερα, συνέχιζε με σπασμένη
πλέον τη φωνή της : «Πάω κι εγώ στην Αθήνα και τον βλέπω. Να τον πλύνω, να
του μαγειρέψω κάνα φαί της προκοπής, να τον περιποιηθώ. Φεύγω το πρωί, το
βράδυ είμαι πίσω».
Έτσι έλεγε η γριά γυναίκα σε όσους τη ρωτούσαν, αλλά η αλήθεια δεν
ήτανε αυτή. Δεν ήθελε να ξέρουν πως ο εγγονός της, απ’ τα δεκαπέντε του, είχε
αρχίσει κιόλας θεραπείες και μπαινόβγαινε στα Ψυχιατρεία. Κι εκείνη ανέβαινε
συχνά πυκνά, για να τον δει. Χρόνια ολόκληρα. Μέχρι που τη βαστάγανε τα
πόδια της, πήγαινε και τον έβλεπε στο Δρομοκαΐτειο. .
Κι όταν πέθανε η γιαγιά, το ’86 ή το ’87, κανείς δεν ρώταγε για κείνον
πια στη γειτονιά. Σχεδόν ξεχάστηκε. Ο Αλέξης τότε θα ’ταν γύρω στα
τριανταπέντε του, τρόφιμος πότε στο άσυλο και πότε έξω. Σε παγκάκια, στις
πλατείες, σε στοές. Δεν ήρθε ούτε στην κηδεία της γιαγιάς του, δεν το ’μαθε,
ποιος να τον βρει να του το πει;
Κοιμόταν τυλιγμένος στην ίδια βρώμικη κουβέρτα. Και σε μια νάιλον
σακούλα κουβάλαγε όλα του τα υπάρχοντα, μια τσατσάρα, την ταυτότητά του,
μια τριμμένη μπλούζα, κάτι σκουτιά λερά κι ένα ξεφτισμένο πορτοφόλι. Είχε
απομείνει ένα πετσί και κόκαλο. Αραιωμένα τα μαλλιά του, και τα δόντια ρίζες
χαλασμένες.
Μια δυο φορές τον έψαξε η Κούλα. Τον αναζήτησε σε κάτι στέκια
στήριξης του Δήμου Αθηνών. Τον βρήκε, τον κουβέντιασε, άδειες λίμνες,
σκοτεινές τα μάτια του. Είχε γεράσει πριν την ώρα του. Του ’πε να τον έπαιρνε
μαζί της, όχι στο σπίτι αλλά ’σώκλειστο, σε άσυλο ή σε κάποια κλινική. Να χει
τη περιποίησή του, το ζεστό του το φαΐ, τα φάρμακά του. Δεν ήθελε.
«Τουλάχιστον, να ’σαι κοντά μου, να ’ρχομαι να σε βλέπω. Θα φύγεις
κάποια μέρα, και δεν θα ξέρω τίποτα» προσπάθησε μάταια να τον μεταπείσει η
Κούλα. Είπε όχι. Τελικά, έδωσε το τηλέφωνό της στο γραφείο στήριξης κι έφυγε
άπραγη.
Ώσπου σε μία τοπική εφημερίδα, πριν κάμποσο καιρό, γράφτηκε το
αγγελτήριο του θανάτου του. Όποιος έτυχε ν’ ανοίξει στα κοινωνικά εκείνη την
ημέρα (κάτι μεσήλικες που ψειρίζουνε κηδείες και μνημόσυνα) διάβασαν τ’
όνομά του : Αλέξης Οικονόμου -- το πατρικό της μάνας του.
Ελάχιστοι τον γνώριζαν. Πιο λίγοι ακόμα θυμόντουσαν τα μελαγχολικά, μεγάλα
μάτια του.
Κώστας Λογαράς